φοινικόεις

φοινικόεις
-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, -οῡσα, -οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), -έα, -ον, Α
(ποιητ.τ.)
1. πορφυρός
2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον
το πορφυρό χρώμα
4. φρ. α) «σύκινα φοινίκεα» — ποικιλία σύκων πάπ.
β) «φοινίκεος χιτών» — πορφυρός χιτώνας που ήταν σημείο έναρξης τής μάχης (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οινικός
«πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -όεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοινικόεις — φοινῑκόεις , φοινικόεις dark red masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόεντα — φοινῑκόεντα , φοινικόεις dark red neut nom/voc/acc pl φοινῑκόεντα , φοινικόεις dark red masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • φοινίκεος — (I) έα, ον, Α ιων. τ. βλ. φοινικόεις. (II) έα, ον, Α ιων. τ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. < Φοῖνιξ, οίνικος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικούς — (I) ῆ, οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, έα, εον, και φαινικοῡς, οῡν, Α 1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῡν το βαθυκόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. οῦς / εος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φοινικοέσσης — φοινῑκοέσσης , φοινικόεις dark red fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόεντι — φοινῑκόεντι , φοινικόεις dark red masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόεσσα — φοινῑκόεσσα , φοινικόεις dark red fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόεσσαι — φοινῑκόεσσαι , φοινικόεις dark red fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόεσσαν — φοινῑκόεσσαν , φοινικόεις dark red fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”